χρυσάφι(ον)

χρυσάφι(ον)
το золото

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρυσάφι(ον)" в других словарях:

  • χρυσάφι — το χρυσός: Το κόσμημα εκείνο ήταν από χρυσάφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσάφι — το, Ν 1. ο χρυσός 2. (κατ επέκτ.) πλούτος («δεν θέλω παλάτια και χρυσάφια εγώ!», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + υποκορ. κατάλ. άφι(ον) (πρβλ. χωρ άφι)] …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • χρυσαφένιος — α, ο, Ν 1. κατασκευασμένος από χρυσάφι 2. μτφ. αυτός που λάμπει σαν χρυσάφι («χρυσαφένια μαλλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάφι + κατάλ. ένιος (πρβλ. φιλντισ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • Trypes — Pays d’origine  Grece !Grèce Thessalonique Genre musical Rock Années d activité De …   Wikipédia en Français

  • εκχρυσώ — ἐκχρυσῶ ( όω) (Μ) 1. μεταβάλλω σε χρυσάφι 2. παθ. ἐκχρυσοῡμαι χρυσώνομαι, μεταβάλλομαι σε χρυσάφι …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή …   Dictionary of Greek

  • χρυσόβρυτος — ον, Μ αυτός από τον οποίο αναβλύζει χρυσάφι, που είναι γεμάτος χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βρυτος (< βρύω «αναβλύζω, παράγω σε αφθονία»)] …   Dictionary of Greek

  • Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»